-
1 σειστός
II pendant, of earrings,ἐνώτια χρυσᾶ σειστὰ ἐγ κιβωτίῳ IG11(2).203
B69 (Delos, iii B.C.), cf. 287 B 28 (iii B.C.), Inscr.Délos 442 B 4 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειστός
См. также в других словарях:
σειστός — ή, ό / σειστός, ή, όν, ΝΜΑ [σείω] αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ. β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek